προτελής

προτελής
(proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια λιγότερα και γομφίους και προγομφίους μικρούς και όχι ισχυρούς. Το μέγιστο μήκος του φτάνει το ένα μέτρο, εκτός της ουράς· το κεφάλι του είναι πολύ ανεπτυγμένο, με μακριά και μυτερά αφτιά, μάτια μεγάλα και ωοειδές ρύγχος. Το τρίχωμά του αποτελείται από μαλλοειδείς ίνες και μακριές σκληρές τρίχες, άφθονες παντού, εκτός από την ουρά, οι οποίες στο επάνω μέρος του λαιμού και της ράχης, σχηματίζουν εντυπωσιακή ανορθωμένη χαίτη. Ο π. ζει στις στεπώδεις και ξηρές δασώδεις περιοχές της νότιας Αφρικής· είναι ζώο νυκτόβιο και τρέφεται με μικρά ζώα· τρώει επίσης έντομα καθώς και τις προνύμφες τους. Εξαιτίας του εντατικού κυνηγιού που υφίσταται από τους κτηνοτρόφους οι οποίοι τον κυνηγούν για να προστατέψουν τα ποίμνιά τους, ο π. σήμερα είναι μάλλον σπάνιος. Ο προτελής (proteles cristatus).
* * *
-ές, ΝΑ
(κυρίως για θυσία που προσφέρεται πριν από τον γάμο) προτέλειος*
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο προτελής
ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής Αφρικής τής οικογένειας τών υαινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -τελής (< τέλος), πρβλ. επι-τελής. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. proteles].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προτελής — offered before a marriage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελεῖ — προτελέω pay pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέλεια — ἡ, Α [προτελής] προπληρωμή, προκαταβολή …   Dictionary of Greek

  • προτελίζω — Α [προτελής] 1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.) 2. παθ. προτελίζομαι προμυούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • προτελώ — έω, Α [προτελής] 1. πληρώνω ως φόρο 2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.) 3. δανείζω εκ τών προτέρων 4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”